- προαναφλέγω
- Ν [αναφλέγω]αναφλέγω κάτι πριν από τον κατάλληλο χρόνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προανάφλεξη — η, Ν [προαναφλέγω] τεχνολ. η παραγωγή σπινθήρα στον αναφλεκτήρα, το μπουζί, ενός κυλίνδρου μηχανής εσωτερικής καύσης προτού το καύσιμο μίγμα φθάσει στον μέγιστο βαθμό συμπίεσης … Dictionary of Greek
φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… … Dictionary of Greek